γιαπωνέζικα

γιαπωνέζικα
1. επί р р. по-японски;
2. (τα) японский язык

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γιαπωνέζικα" в других словарях:

  • ιαπωνικός — ή, ό και γιαπωνέζικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιαπωνία ή στους Ιάπωνες, αυτός που προέρχεται από την Ιαπωνία («ιαπωνικός στόλος») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ιαπωνικά ή τα γιαπωνέζικα η ιαπωνική γλώσσα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ιαπωνικά — τα η γλώσσα των Ιαπώνων, η ιαπωνική, τα γιαπωνέζικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιαπωνιστί — και ιαπωνικά και γιαπωνέζικα επίρρ., με τον τρόπο ή στη γλώσσα των Ιαπώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»